- λιδορικιώτικος
- -η, -οαυτός που κατάγεται ή ανήκει στο Λιδορίκι: Έφτιαξα ένα ορεκτικό με λιδορικιώτικο τυρί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λιδορικιώτικος — η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Λιδορίκι … Dictionary of Greek